σφραγιδόκηρος

σφραγιδόκηρος
ο сургуч

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σφραγιδόκηρος" в других словарях:

  • σφραγιδόκηρος — ο, Ν χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα συσκευασμένων δεμάτων, επιστολών και άλλων πραγμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από αραβικό κόμμι, κολοφώνιο ή ρητίνη και ανόργανες χρωστικές ύλες, αλλ. ισπανικός κηρός, βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»